αλειπτικός

αλειπτικός
η , όν смазочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλειπτικός" в других словарях:

  • αλειπτικός — ή, ό (Α ἀλειπτικός) [ἀλείπτης] νεοελλ. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αλείπτη* 2. ο ασκημένος, ο εκπαιδευμένος κάτω από την επίβλεψη τού αλείπτη …   Dictionary of Greek

  • ἀλειπτικά — ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc pl ἀλειπτικά̱ , ἀλειπτικός of fem nom/voc/acc dual ἀλειπτικά̱ , ἀλειπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικώτερον — ἀλειπτικός of adverbial comp ἀλειπτικός of masc acc comp sg ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικόν — ἀλειπτικός of masc acc sg ἀλειπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικούς — ἀλειπτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικῆς — ἀλειπτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικήν — ἀλειπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλειπτικῶς — ἀλειπτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»